- όρθιος
- -α, -ο (ΑΜ ὄρθιος, -ία, -ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός]1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του3. (για ζώα) αυτός που στέκει στα δύο πισινά πόδιανεοελλ.1. (για ανθρώπους) αυτός που στέκει στα πόδια του, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που κάθεται ή που είναι ξαπλωμένος2. (για κλίμακα, δρόμο κ.λπ.) αυτός που δεν είναι αρκετά επικλινής, ο αρκετά ανηφορικός3. φρ. «μόλις στέκω όρθιος» — έχω αποκάμει από την κούρασηαρχ.1. ανωφερής, ανηφορικός2. (για φωνή) υψηλός ως προς τον τόνο, οξύς3. ευθύς, σε αντιδιαστολή προς τον κυρτό ή τον πλάγιο («ὄρθιαι τάφροι», Θεόφρ.)4. (για στρατιωτική παράταξη) σχηματισμένος κατά στήλες, δηλ. με πολύ βάθος και μικρό μέτωπο5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὄρθιοςα) (στη μετρική) ο πους --∪∪. β) προσωνυμία τού Ασκληπιού6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρθια(ενν. γωνία) η ορθή γωνία7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄρθιαη χώρα από την ακτή προς τα μεσόγεια8. φρ. α) «ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ οὖς» — αφού τέντωσε το αφτί για να κρυφακούσει (Λουκιαν.)β) «νόμος ὄρθιος» ή «μελῳδία ὄρθιος» ή, απλώς, «ὄρθιος» — μελωδία κατά την οποία η φωνή ανέβαινε σε μεγάλο ύψοςγ) «ὀρθία διάμετρος» — συζυγής διάμετρος δισχιδούς καμπύληςδ) «ὄρθια ήθη» — τα καθαρά, τα έντιμα ήθη, που δεν έχουν υποστεί διάβρωση και παρακμήε) «ὄρθιος και αὐθέκαστος» — ο ευθύς.επίρρ...ορθίως και όρθια (Α ὄρθιον και ὄρθια και ὀρθίως)νεοελλ.σε όρθια θέση, κατακόρυφα, στητάαρχ.οξυφώνως, μεγαλοφώνως (α. «ἤϋσε... ὄρθια», Ομ. Ιλ.β. «ὄρθιον φώνησε», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.